- τερπωλή
- τερπωλήfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερπωλῇ — τερπωλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλή — ἡ, ΜΑ (ποιητ. τ. και μτγν. τ.) τέρψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. ωλή (βλ. λ. παυσ ωλή)] … Dictionary of Greek
τερπωλῆι — τερπωλῇ , τερπωλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλαῖς — τερπωλή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλῆς — τερπωλή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλῇσι — τερπωλή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλέων — τερπωλή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπωλήν — τερπωλή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
τέρπος — εος, τὸ, Α τέρψη, τερπωλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω κατά τα σιγμόληκτα ουδέτερα σε ος] … Dictionary of Greek